- πολλαπλασιάζεται
- πολλαπλασιάζωmultiplypres ind mp 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μορφή — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 860 μ., 97 κάτ.) στην πρώην επαρχία Βοΐου, του νομού Κοζάνης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Τσοτιλίου. * * * η (ΑΜ μορφή, Α δωρ. τ. μορφά) 1. το πρόσωπο τού ανθρώπου, θωριά, παρουσιαστικό (α. «όποια η μορφή τέτοια και η… … Dictionary of Greek
σπειρογύρα — (spirogyra). Φυτό της οικογένειας των Ζυγονηματιδών ή Ζυγνεμιδών (Zygnemaceae). Υπάρχουν 100 είδη σ., πολλά από τα οποία φυτρώνουν και στην Ελλάδα. Η σ. πολλαπλασιάζεται με πυρηνοτομία ή και με παρθενογένεση, με απευθεία φύτρωση κύτταρου που… … Dictionary of Greek
γαϊλαρδία — (gaillardia). Γένος ετήσιων ή πολυετών ποωδών φυτών της οικογένειας των συνθέτων, με περίπου 12 καλλωπιστικά είδη, ιθαγενή της Αμερικής. Οι βλαστοί του φυτού φυτρώνουν άφθονοι μέσα από το έδαφος, σχηματίζοντας τούφα. Οι γ. παρουσιάζουν πλούσια… … Dictionary of Greek
ελωδία — (helodea). Πολυετής υδρόβια πόα της οικογένειας των υδροχαριτιδών, ιθαγενής της Αμερικής. Πολλαπλασιάζεται, αναπτύσσεται και εξαπλώνεται με ασυνήθιστη ταχύτητα, προκαλώντας συχνά σοβαρές ζημιές στην ιχθυοτροφία, στην ορυζοκαλλιέργεια, ακόμα και… … Dictionary of Greek
ίππουρις — (Ηippuris). Γένος δικοτυλήδονων ποωδών φυτών, της οικογένειας των ιππουριδιδών, που περιλαμβάνει το μοναδικό είδος Ηippuris vulgaris. Πρόκειται για πόα με στενά και μακρουλά φύλλα, που μοιάζει με τον εκουιζέτο. Πολλαπλασιάζεται με ριζώματα. * * * … Dictionary of Greek
αέριο — Σώμα σε κατάσταση τέτοια που δεν χαρακτηρίζεται ούτε από το σχήμα ούτε από τον όγκο του και αυτό οφείλεται στη σχεδόν πλήρη ελευθερία κίνησης των συστατικών σωματιδίων του και των σχετικά μεγάλων αποστάσεων μεταξύ τους. Η ύπαρξη χώρου μεταξύ των… … Dictionary of Greek
ακταία — (actaea). Επιστημονική ονομασία γένους ποωδών, πολυετών φυτών της οικογένειας των ρανουνκουλιδών, με δύο μόνο είδη, ιθαγενή της Ευρώπης, της Ασίας και της βόρειας Αφρικής. Το πρώτο, η α. η σταχυανθής, φυτρώνει και στα δάση της βόρειας Ελλάδας.… … Dictionary of Greek
ανθρωπομετρία — Η αναζήτηση όλων των αναγκαίων και δυνατών μεθόδων για να γίνει όσο μπορεί πιο αντικειμενική η περιγραφή της ανθρώπινης μορφής. Την α. ως σύγχρονο επιστημονικό κλάδο εγκαινίασε ο Βέλγος Αντόλφ Κετελέ (1796 1874) με τη θεωρία του περίμέσου… … Dictionary of Greek
αρουραίος — Θηλαστικό της τάξης των τρωκτικών που μοιάζει με τους ποντικούς. Οι α. έχουν κυλινδρικό σώμα, κοντό και χοντρό ρύγχος, μικρά αφτιά και κοντή ουρά, σκεπασμένη με μικρές και αραιές τρίχες. Οι α. γεννούν 6 8 φορές τον χρόνο από 4 6 άτομα. Το όνομα α … Dictionary of Greek
βερικοκιά — Δέντρο της οικογένειας των ροδιδών, στην οποία υπάγονται και άλλα πιο μεγάλα οπωροφόρα. Κατάγεται από την κεντρική Ασία. Στην Ελλάδα μεταφέρθηκε πιθανώς κατά τον 1ο αι. π.Χ. Η επιστημονική του ονομασία είναι προύνος η αρμενική. Καλλιεργούνται… … Dictionary of Greek